θυματικός

θυματικός
θυματικός, -ή, -όν (Α) [θύμα]
(για μαντεία) αυτή που γίνεται με εξέταση, με επισκόπηση τών σπλάχνων τών θυμάτων («θυματική μαντεία», Σχόλ. στον Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”